Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
addresses /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διευθύνσεις, διευθύνσεων, τις διευθύνσεις, διεύθυνση, στην διεύθυνση

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
album /ˈæl.bəm/ = NOUN: άλμπουμ, λεύκωμα; USER: άλμπουμ, λεύκωμα, άλμπουμ με, album, δίσκο

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
always /ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς; USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα

GT GD C H L M O
ambient /ˈæm.bi.ənt/ = ADJECTIVE: περιβάλλων, περικλείων; USER: περιβάλλοντος, θερμοκρασία, του περιβάλλοντος, ατμοσφαιρικό, ατμοσφαιρικού

GT GD C H L M O
amusing /əˈmjuː.zɪŋ/ = ADJECTIVE: διασκεδαστικός; USER: διασκεδαστικός, διασκεδαστικό, διασκεδαστική, διασκεδαστικά, διασκεδάζοντας

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
another /əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος; USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο

GT GD C H L M O
answer /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anybody /ˈen.iˌbɒd.i/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε; USER: οποιοσδήποτε, κανέναν, κανείς, κάποιος, οποιονδήποτε

GT GD C H L M O
anything /ˈen.i.θɪŋ/ = PRONOUN: οτιδήποτε, κάτι; USER: κάτι, οτιδήποτε, τίποτα, τίποτε, πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
anyway /ˈen.i.weɪ/ = ADVERB: οπωσδήποτε, πάντως; USER: οπωσδήποτε, πάντως, Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς

GT GD C H L M O
applies /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
assessing /əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν; USER: αξιολόγηση, εκτίμηση, την αξιολόγηση, την εκτίμηση, αξιολόγησης

GT GD C H L M O
association /əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος; USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association

GT GD C H L M O
assumptions /əˈsʌmp.ʃən/ = NOUN: υπόθεση, ανάληψη, αξίωση, κοίμησις, κοίμηση της θεοτόκου; USER: υποθέσεις, παραδοχές, παραδοχών, υποθέσεων, παραδοχές που

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
authentication /ɔːˈθen.tɪ.keɪt/ = NOUN: πιστοποίηση, επικύρωση; USER: πιστοποίηση, επικύρωση, ταυτότητας, ελέγχου ταυτότητας, έλεγχο ταυτότητας

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
ball /bɔːl/ = NOUN: μπάλα, σφαίρα, μπίλια, τόπι, χοροεσπερίδα, χοροεσπερίς; USER: μπάλα, σφαίρα, πάσα, τη μπάλα, μπάλας

GT GD C H L M O
balloon /bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο; USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών

GT GD C H L M O
ballpoint /ˈbôlˌpoint/ = USER: στυλό, στυλό διαρκείας, ballpoint, στυλό ballpoint

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
black /blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος; ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος; VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ; USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες

GT GD C H L M O
blue /bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος; NOUN: λουλάκι; USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
bottom /ˈbɒt.əm/ = NOUN: κάτω μέρος, πυθμένας, βάθος; USER: κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, bottom

GT GD C H L M O
box /bɒks/ = NOUN: κουτί, κιβώτιο, θεωρείο, κιβωτός, ράπισμα, κτύπημα; VERB: θέτω εις κιβώτιο, πυγμαχώ; USER: κουτί, κιβώτιο, πλαίσιο, παράθυρο, θέση

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
calibrate /ˈkæl.ɪ.breɪt/ = VERB: μετρώ την διάμετρο; USER: βαθμονόμηση, τη βαθμονόμηση, βαθμονόμηση των, βαθμονομήσετε, ρυθμίσετε

GT GD C H L M O
calibrated /ˈkæl.ɪ.breɪt/ = VERB: μετρώ την διάμετρο; USER: βαθμονομημένη, βαθμονομηθεί, βαθμονόμηση, διακριβώνεται, βαθμονομημένο

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
cam /kam/ = NOUN: έκκεντρο, έκκεντρο κινητήρα; USER: έκκεντρο, cam, εκκέντρου, έκκεντρου, κάμερα

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cards /kɑːd/ = NOUN: καρτέλλες; USER: κάρτες, καρτών, χαρτιά, φύλλα, τις κάρτες

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
center /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
check /tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση; VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω; USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη

GT GD C H L M O
checked /tʃekt/ = ADJECTIVE: τσεκαρισμένος, τετραγωνισμένος; USER: ελέγχθηκαν, ελέγχονται, ελέγχεται, ελεγχθεί, ελεγχθούν

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
civil /ˈsɪv.əl/ = ADJECTIVE: αστικός, εμφύλιος, πολιτικός, ευγενικός, ευγενής; USER: αστικός, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών

GT GD C H L M O
clearly /ˈklɪə.li/ = ADVERB: σαφώς, καθαρά, φανερά, ολοφάνερα; USER: σαφώς, καθαρά, σαφήνεια, με σαφήνεια, ξεκάθαρα, ξεκάθαρα

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
clicking /klɪk/ = VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, κάνοντας κλικ, πατώντας, κάνοντας κλικ στο

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
color /ˈkʌl.ər/ = NOUN: χρώμα, χρώμα, χρωματισμός, χρωματισμός, μπογιά, μπογιά, σημαία, σημαία; ADJECTIVE: χρωματικός, χρωματικός; VERB: χρωματίζω, χρωματίζω, βάφω, βάφω, παίρνω χρώμα, παίρνω χρώμα; USER: χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
configure /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμίσετε, διαμορφώσετε, να ρυθμίσετε, ρυθμίσετε το, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
configured /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρυθμιστεί, διαμορφωθεί, διαμορφωμένη, διαμορφωμένο, διαμορφώνεται

GT GD C H L M O
configuring /kənˈfɪɡ.ər/ = USER: ρύθμιση, τη διαμόρφωση, διαμόρφωση, τη ρύθμιση, ρύθμιση του

GT GD C H L M O
confirm /kənˈfɜːm/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω; USER: επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώσετε, επιβεβαίωση, επιβεβαιώνουν

GT GD C H L M O
confirmed /kənˈfɜːmd/ = ADJECTIVE: επιβεβαιωμένος, επικυρωμένος, αποδεδειγμένος, αμετάπειστος, αθεράπευτος, αδιόρθωτος, έμμονος; USER: επιβεβαιωθεί, επιβεβαίωσε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν, επιβεβαιώθηκε

GT GD C H L M O
connect /kəˈnekt/ = VERB: συνδέω, συνδέομαι; USER: συνδεθείτε, συνδέστε, σύνδεση, συνδέσετε, συνδέουν

GT GD C H L M O
connecting /kəˈnek.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συνδετικός; USER: συνδετικός, σύνδεση, σύνδεσης, τη σύνδεση, συνδέει

GT GD C H L M O
consider /kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
couple /ˈkʌp.l̩/ = NOUN: ζευγάρι, ζεύγος, κάνα-δύο; VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω; USER: ζευγάρι, ζεύγος, ηλικίας, ώριμης ηλικίας, δύο

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
covers /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: καλύπτει, καλύπτει τις, καλύπτει το, καλύπτουν, αφορά

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
cut /kʌt/ = VERB: κόβω, τέμνω, χαράσσω, κόπτω; NOUN: τομή, κόψιμο, ελάττωση, μερίδιο, χαρακιά; ADJECTIVE: κομμένος; USER: κόβω, κόψιμο, τομή, κοπεί, έκοψε

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
dd /əd/ = USER: dd, μμ, ηη, δδ, άά

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
definitely /ˈdef.ɪ.nət.li/ = ADVERB: οριστικά, ρητά; USER: οριστικά, σίγουρα, οπωσδήποτε, σίγουρα να, είναι σίγουρα

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
depending /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
diagnostics = USER: διάγνωσης, διαγνωστικά, διάγνωση, διαγνωστικών, Diagnostics

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
didn /ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
difficult /ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος; USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες

GT GD C H L M O
disabled /dɪˈseɪ.bl̩d/ = ADJECTIVE: ανάπηρος, ανάγκος; USER: ανάπηρος, απενεργοποιηθεί, απενεργοποιημένη, άτομα με ειδικές ανάγκες, αναπηρία

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drop /drɒp/ = NOUN: πτώση, σταγόνα; VERB: ρίχνω, στάζω, σταλάζω, πίπτω, αφήνω να πέσει; USER: πτώση, σταγόνα, μειωθεί, πέσει, drop

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
easier /ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο

GT GD C H L M O
easy /ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος; USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη

GT GD C H L M O
enable /ɪˈneɪ.bl̩/ = VERB: καθιστώ ικανό; USER: ενεργοποιήσετε, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει, ώστε

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entered /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε

GT GD C H L M O
entries /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: καταχωρήσεις, εγγραφές, καταχωρήσεων, καταχωρίσεις, συμμετοχές

GT GD C H L M O
entry /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου

GT GD C H L M O
environments /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλοντα, περιβαλλόντων, περιβάλλον, περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
exactly /ɪɡˈzækt.li/ = ADVERB: ακριβώς; USER: ακριβώς, επακριβώς, ακριβώς το, ακρίβεια, είναι ακριβώς, είναι ακριβώς

GT GD C H L M O
exclamation /ˌek.skləˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: επιφώνημα, αναφώνηση; USER: επιφώνημα, αναφώνηση, θαυμαστικό, Exclamation, θαυμαστικά

GT GD C H L M O
exes /eks/ = USER: exes, τα exes,

GT GD C H L M O
far /fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά; ADJECTIVE: μακρινός; USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο

GT GD C H L M O
feature /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα

GT GD C H L M O
fight /faɪt/ = NOUN: πάλη, αγώνας, μάχη, πόλεμος, προάσπιση, καβγάς; VERB: παλεύω, πολεμώ, μάχομαι, καταπολεμώ; USER: πάλη, μάχη, αγώνας, καταπολέμηση, την καταπολέμηση

GT GD C H L M O
figure /ˈfɪɡ.ər/ = NOUN: εικόνα, αριθμός, μορφή, φιγούρα, ψηφίο, τύπος; VERB: μορφοποιώ, λογαριάζω; USER: καταλάβω, υπολογίσετε, σχήμα, καταλάβουμε, υπολογίσει

GT GD C H L M O
finding /ˈfaɪn.dɪŋ/ = NOUN: εύρεση, πόρισμα, ανεύρεση; USER: εύρεση, ανεύρεση, πόρισμα, εξεύρεση, την εύρεση

GT GD C H L M O
fine /faɪn/ = NOUN: πρόστιμο, χρηματική ποινή, πρόστημο; ADVERB: ωραία; ADJECTIVE: λεπτός, ωραίος, έξοχος, κομψός; VERB: επιβάλλω; USER: πρόστιμο, ωραία, προστίμου, λεπτή, χαρά

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
frequencies /ˈfriː.kwən.si/ = NOUN: συχνότητα, συχνότης; USER: συχνότητες, συχνοτήτων, συχνότητα, τις συχνότητες, συχνότητες που

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
function /ˈfʌŋk.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, υπηρεσία, δεξίωση, υπούργημα; USER: λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία

GT GD C H L M O
generally /ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς; USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα

GT GD C H L M O
gently /ˈdʒent.li/ = ADVERB: μαλακά, ελαφρώς, ευγενικά, σιγά, ήσυχα; USER: μαλακά, ευγενικά, ελαφρώς, σιγά, απαλά

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
god /ɡɒd/ = NOUN: θεός; USER: θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
gone /ɡɒn/ = ADJECTIVE: χαμένος, φευγάτος; USER: φύγει, πάει, περάσει, προχωρήσει, πηγαίνουν

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
gun /ɡʌn/ = NOUN: όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, τουφέκι, κανόνι; USER: όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, gun, πυροβόλο όπλο

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
hand /hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών

GT GD C H L M O
handover /ˈhandˌōvər/ = USER: παράδοση, handover, παράδοσης, μεταβίβαση, την παράδοση"

GT GD C H L M O
handset /ˈhænd.set/ = USER: ακουστικό, ακουστικού, συσκευή, το ακουστικό, συσκευής

GT GD C H L M O
happening /ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν; ADJECTIVE: τυχόν; USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hidden /ˈhɪd.ən/ = ADJECTIVE: μυστικός, κεκρυμμένος; USER: κρυμμένο, κρυφή, κρυμμένα, κρυφές, κρυφό

GT GD C H L M O
hide /haɪd/ = VERB: κρύβω, κρύπτω, τρυπώνω, κρύπτομαι; USER: κρύβω, απόκρυψη, κρύψει, αποκρύψετε, κρύβουν

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
holders /ˈhəʊl.dər/ = NOUN: κάτοχος, κρατών; USER: κάτοχοι, κατόχους, οι κάτοχοι, κατόχων, τους κατόχους

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
hot /hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός; USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identical /aɪˈden.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: απαράλλακτος, εντελώς ο ίδιος; USER: πανομοιότυπα, ταυτόσημες, όμοια, πανομοιότυπες, ταυτόσημη

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
intended /ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jealousy /ˈdʒel.ə.si/ = NOUN: ζήλια, ζηλοτυπία; USER: ζήλια, ζηλοτυπία, ζήλιας, ζήλεια, η ζήλια

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
keyboard /ˈkiː.bɔːd/ = NOUN: πληκτρολόγιο, κλειδιά; USER: πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό, του πληκτρολογίου

GT GD C H L M O
keys /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρα, κλειδιά, κλειδιών, τα πλήκτρα, τα κλειδιά

GT GD C H L M O
kill /kɪl/ = VERB: σκοτώνω, θανατώνω, φονεύω, σφάζω, καταστρέφω, εξουδετερώνω, καταψηφίζω; NOUN: φόνος, κυνήγιο; USER: σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, να σκοτώσουν

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinda /ˈkaɪ.ndə/ = USER: κάπως, kinda

GT GD C H L M O
knew /njuː/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ήξερε, γνώριζε, γνώριζαν, ήξεραν, ήξερα

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
knows /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρει, γνωρίζει, γνωρίζουν, δεν ξέρει, δεν γνωρίζει

GT GD C H L M O
land /lænd/ = NOUN: γη, χώρα, ξήρα; ADJECTIVE: χερσαίος; VERB: ξεμπαρκάρω, αποβιβάζω, αποβιβάζομαι; USER: γη, χώρα, γης, της γης, εκτάσεων

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
leave /liːv/ = NOUN: άδεια; VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ; USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
letters /ˈlet.ər/ = NOUN: επιστολή, γράμμα; VERB: σημειώ με γράμματα; USER: γράμματα, επιστολές, γραμμάτων, τα γράμματα, επιστολών

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
likely /ˈlaɪ.kli/ = ADJECTIVE: πιθανός, αρμοδιότης; USER: πιθανός, πιθανό, ενδέχεται, πιθανόν, πιθανότητες

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
literally /ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looks /lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό; USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται

GT GD C H L M O
loon /luː/ = USER: loon, χωριάτης, παλαβός, βαλλοντικό δάνειο, τρελάρας

GT GD C H L M O
lose /luːz/ = VERB: χάνω; USER: χάνουν, χάσετε, χάσουν, χάσει, να χάσουν, να χάσουν

GT GD C H L M O
lost /lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία; USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
mark = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
mentoring /ˈmen.tɔːr/ = USER: καθοδήγησης, mentoring, καθοδήγηση, παροχής συμβουλών, προγραμμάτων καθοδήγησης

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
mistakes /mɪˈsteɪk/ = NOUN: λάθος, σφάλμα; VERB: κάνω λάθος, παρανοώ, παραγνωρίζω, σφάλλω; USER: λάθη, τα λάθη, σφάλματα, λαθών, λάθη που, λάθη που

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
mostly /ˈməʊst.li/ = ADVERB: κυρίως, ως επί το πλείστον; USER: ως επί το πλείστον, κυρίως, επί το πλείστον, συνήθως, κύριο λόγο

GT GD C H L M O
motorola = USER: motorola, η Motorola, της Motorola

GT GD C H L M O
music /ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική; USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
networks /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυα, δικτύων, τα δίκτυα, των δικτύων

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
normal /ˈnɔː.məl/ = ADJECTIVE: κανονικός, φυσιολογικός, ομαλός, φυσικός; USER: κανονικός, κανονικά, κανονική, κανονικής, κανονικές, κανονικές

GT GD C H L M O
normally /ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά; USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
numbers /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί

GT GD C H L M O
obviously /ˈɒb.vi.əs.li/ = ADVERB: προφανώς; USER: προφανώς, προφανές, φυσικά, προφανές ότι

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
ok /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; USER: εντάξει, ok, ΟΚ, κουμπί OK, OK για

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
option /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: επιλογή, δυνατότητα, επιλογής, λύση, επιλογή για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
others /ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
parts /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρη, ανταλλακτικά, τμήματα, εξαρτημάτων, τα μέρη

GT GD C H L M O
pass /pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό; VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: πέρασμα, περάσει, περνούν, δώσει, περάσουν

GT GD C H L M O
password /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός

GT GD C H L M O
passwords /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικών πρόσβασης, κωδικούς πρόσβασης, κωδικοί πρόσβασης, κωδικούς, passwords

GT GD C H L M O
paying /ˈfiːˌpeɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δικαιούχος; USER: πληρώνουν, πληρωμή, καταβολή, την καταβολή, δίνοντας, δίνοντας

GT GD C H L M O
pc /ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ

GT GD C H L M O
pen /pen/ = NOUN: στυλό, πένα, μάνδρα, πέννα, μαντρί, γραφίς; VERB: γράφω, εγκλείω, μανδρίζω; USER: στυλό, πένα, μάνδρα, πένας, συσκευή τύπου πένας

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perfect /ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος; NOUN: παρακείμενος; VERB: τελειοποιώ, τελειώ; USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
pick /pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω; NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει

GT GD C H L M O
piece /piːs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο; VERB: συρράπτω, συνδυάζω; USER: κομμάτι, τεμάχιο, κίνηση, piece, το κομμάτι, το κομμάτι

GT GD C H L M O
plow /plaʊ/ = NOUN: άροτρο, αλέτρι; VERB: οργώνω; USER: άροτρο, οργώνω, οργώνουν, οργώσουν, αλέτρι

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
presents /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο; USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα

GT GD C H L M O
press /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω; USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε

GT GD C H L M O
pressing /ˈpres.ɪŋ/ = ADJECTIVE: πιεστικός, φορτικός; NOUN: επείγων, αντίτυπο δίσκου; USER: πιέζοντας, πατώντας, πάτημα, συμπίεση, το πάτημα

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
prize /praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση; VERB: αναμοχλεύω, εκτιμώ, σηκώνω με μοχλό; USER: βραβείο, έπαθλο, βραβείου, το βραβείο, βραβείων

GT GD C H L M O
prizes /praɪz/ = NOUN: βραβείο, έπαθλο, μόχλευσις, λάφυρο, μόχλευση; USER: βραβεία, τα βραβεία, βραβείων, δώρα, έπαθλα

GT GD C H L M O
probably /ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά; USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
processors /ˈprəʊ.ses.ər/ = USER: επεξεργαστές, μεταποιητές, επεξεργαστών, μεταποιητών, οι μεταποιητές

GT GD C H L M O
profile /ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου; USER: προφίλ, εγγραφή, προφίλ του, το προφίλ, προφίλ του χρήστη

GT GD C H L M O
profiles /ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου; USER: προφίλ, τα προφίλ, χαρακτηριστικά, προφιλς, προφίλ των

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
purpose /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού

GT GD C H L M O
purposes /ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός; VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: σκοπούς, τους σκοπούς, λόγους, σκοπό

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
que = USER: Que, το Que,

GT GD C H L M O
quickest /kwɪk/ = USER: πιο γρήγορος, ταχύτερος, γρηγορότερος, γρήγορος, γρηγορότερο

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
radio /ˈreɪ.di.əʊ/ = NOUN: ραδιόφωνο, ράδιο, ασύρματος, ασύρματος τηλεγράφος, ασύρματο τηλέφωνο, τηλεγράφος; USER: ραδιόφωνο, ράδιο, ραδιοφώνου, ραδιοφωνικών, ραδιοφωνικό

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
recommend /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστώ, συστήνω, προτείνω, προτείνουμε, συνιστούν

GT GD C H L M O
recommended /ˌrek.əˈmend/ = VERB: συνιστώ, προτείνω, συστήνω, αναθέτω; USER: συνιστάται, συνιστώμενη, συνιστώνται, συνέστησε, Συνιστώμενες

GT GD C H L M O
red /red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός; USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες

GT GD C H L M O
regulate /ˈreɡ.jʊ.leɪt/ = VERB: ρυθμίζω, κανονίζω, ρεγουλάρω; USER: ρυθμίζει, ρύθμιση, ρυθμίζουν, ρυθμίσει, ρυθμίσουν

GT GD C H L M O
required /rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται

GT GD C H L M O
reset /rēˈset/ = NOUN: επαναφορά; VERB: επανατακτοποιώ, τακτοποιώ; USER: επαναφορά, επαναφέρετε, επαναφέρει, επαναφέρετε τον, μηδενίσετε

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
saver /ˈseɪ.vər/ = NOUN: σωτήρας, οικονόμος, σώζων; USER: saver, προφύλαξη, Εξοικονόμηση, αποταμιευτής, οθόνης

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
saying /ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία; USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε

GT GD C H L M O
scanning /skæn/ = NOUN: έρευνα, έμμετρος ανάγνωση, κριτική έρευνα; USER: σάρωσης, σάρωση, τη σάρωση, ανίχνευση, σαρώσεως

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
screens /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης

GT GD C H L M O
screw /skruː/ = NOUN: βίδα, κοχλίας, έλιξ, χωνάκι; VERB: βιδώνω, στίβω, γαμώ, συνουσιάζομαι; USER: βίδα, βιδώστε, βιδώσετε, κοχλία, τη βίδα

GT GD C H L M O
sec /sek/ = USER: sec, δευτ., δευτ, δευτερόλεπτα, sec Διεύθυνση

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seemingly /ˈsiː.mɪŋ.li/ = ADVERB: φαινομενικώς; USER: φαινομενικώς, φαινομενικά, φαινόμενα, φαίνεται να

GT GD C H L M O
seer /sɪər/ = NOUN: προφήτης; USER: προφήτης, μάντη, μάντης, seer, μάντις

GT GD C H L M O
sell /sel/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλήσει, πωλούν, πωλεί, πουλήσει, πουλήσουν, πουλήσουν

GT GD C H L M O
semi /ˈsem.i/ = PREFIX: ημι-, μισο-; USER: ημι, semi, ημιρυμουλκούμενων, ημιρυμουλκούμενο, ημιρυμουλκούμενα

GT GD C H L M O
separate /ˈsep.ər.ət/ = ADJECTIVE: ξεχωριστός, χωριστός; VERB: χωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διαχωρίζομαι; USER: ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, χωριστή

GT GD C H L M O
series /ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά; USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών

GT GD C H L M O
serve /sɜːv/ = NOUN: σερβίρισμα; VERB: υπηρετώ, σερβίρω, εξυπηρετώ, χρησιμεύω; USER: εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν, εξυπηρετεί

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
settings /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων

GT GD C H L M O
several /ˈsev.ər.əl/ = ADJECTIVE: διάφοροι; PRONOUN: μερικοί; USER: διάφοροι, αρκετές, πολλές, πολλά, διάφορες

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showing /ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση; USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
similar /ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος; USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
snow /snəʊ/ = NOUN: χιόνι; VERB: χιονίζω; USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
societies /səˈsaɪ.ə.ti/ = NOUN: κοινωνία, εταιρία, σύλλογος, συντροφιά, αριστοκρατία; USER: κοινωνίες, κοινωνιών, τις κοινωνίες, των κοινωνιών, εταιρείες

GT GD C H L M O
solid /ˈsɒl.ɪd/ = ADJECTIVE: στερεός, συμπαγής, ατόφιος, μονόχρωμος, σύσσωμος; NOUN: στέρεο; USER: στερεός, στέρεο, συμπαγής, στερεό, στερεά

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
spot /spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές; VERB: κηλιδώνω, σημειώνω, στίζω; USER: σημείο, κηλίδα, τόπου, spot, επιτόπου

GT GD C H L M O
ssi = USER: SSI, την SSI

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
supplied /səˈplaɪ/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: παρέχονται, παρέχεται, που παρέχονται, που παρέχεται, παραδίδονται

GT GD C H L M O
supplies /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια; USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού

GT GD C H L M O
supplying /səˈplaɪ/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, ανεφοδιάζω; USER: προμηθεύουν, εφοδιασμό, παροχή, την παροχή, προμηθεύει

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
swallow /ˈswɒl.əʊ/ = NOUN: χελιδόνι, χελιδών; VERB: καταπίνω; USER: χελιδόνι, καταπίνω, καταπιούν, καταπιεί, καταπιείτε

GT GD C H L M O
symbol /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
tens = NOUN: δεκάδα; USER: δεκάδες, δεκάδων

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
therefore /ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν; USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
tick /tɪk/ = NOUN: τσιμπούρι, σημάδι, στρωματόπανο, στρωματσόπανο, τίκ, ελαφρός κρότος, σημείωμα, βερεσές; VERB: σημειώ, κροτώ; USER: τσιμπούρι, tick, τσεκάρωντας, σημειώστε, επιλέξτε

GT GD C H L M O
ticket /ˈtɪk.ɪt/ = NOUN: εισιτήριο, δελτίο, τικέτο, θαμνώνας, κατάλογος υποψήφιων, σημείωμα; VERB: επισημειώ, μαρκάρω; USER: εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, εισιτήρια για, για εισιτήρια

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
told /təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
touch /tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης; VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι; USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν

GT GD C H L M O
touching /ˈtʌtʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: συγκινητικός, αφορών; USER: αφορών, αγγίζοντας, αγγίζει, αγγίζουν, συγκινητικό

GT GD C H L M O
touchscreen /ˈtʌtʃ.skriːn/ = USER: οθόνη αφής, αφής, touchscreen, οθόνης αφής

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transmitted /trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω; USER: διαβιβάζονται, μεταδίδονται, διαβιβάζεται, μεταδιδόμενα, μεταδίδεται, μεταδίδεται

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
trying /ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός; USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε

GT GD C H L M O
turn /tɜːn/ = NOUN: σειρά, στροφή, τροπή, στρίψιμο, γύρος; VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: σειρά, στροφή, ενεργοποιήσετε, τη σειρά, μετατρέψει

GT GD C H L M O
turned /tərn/ = VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: γύρισε, στράφηκε, μετατράπηκε, στράφηκαν, μετατραπεί, μετατραπεί

GT GD C H L M O
twice /twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές; USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές

GT GD C H L M O
type /taɪp/ = NOUN: τύπος, τυπογραφικό στοιχείο; VERB: δακτυλογραφώ; USER: τύπος, τύπου, τύπο, είδος, τον τύπο

GT GD C H L M O
uncheck /ˌənˈCHek/ = USER: uncheck, καταργήστε την επιλογή, αποεπιλέξτε, καταργήστε, αποεπιλέξετε

GT GD C H L M O
undertake /ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι; USER: αναλαμβάνουν, δεσμεύονται, αναλάβει, αναλαμβάνει, να αναλάβει

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
usa /ˌjuː.esˈeɪ/ = ABBREVIATION: ΗΠΑ, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής; USER: ΗΠΑ, usa, Η.Π.Α., Αμερική, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
veteran /ˈvet.ər.ən/ = NOUN: βετεράνος, παλαίμαχος, απόστρατος, απόμαχος; USER: βετεράνος, παλαίμαχος, παλαίμαχο, βετεράνο, βετεράνου

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
videos /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; USER: βίντεο, videos, τα βίντεο, ονομάζεται, φωτογραφιών

GT GD C H L M O
visible /ˈvɪz.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ορατός, θεατός; USER: ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές

GT GD C H L M O
wanna /ˈwɒn.ə/ = USER: wanna, θέλω, θέλω να, θέλουν να, θες

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
warehouse /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; VERB: αποθηκεύω; USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google

GT GD C H L M O
wars /wɔːr/ = NOUN: πόλεμος; VERB: πολεμώ; USER: πολέμους, πόλεμοι, πολέμων, οι πόλεμοι, τους πολέμους

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weaver /wiːv/ = NOUN: υφαντής; USER: υφαντής, weaver, Γουίβερ, υφαντικής, υφαντή

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
week /wiːk/ = NOUN: εβδομάδα; USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
whoever /huːˈev.ər/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε, οστισδήποτε; USER: οποιοσδήποτε, όποιος, όποιον, οποιονδήποτε, όποιοι

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wifi /ˈwīfī/ = USER: Wi-Fi, wifi, Ασύρματο LAN, ασύρματη, το wifi,

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
window /ˈwɪn.dəʊ/ = NOUN: παράθυρο; USER: παράθυρο, window, παραθύρου, παραθύρων, παράθυρο του, παράθυρο του

GT GD C H L M O
wireless /ˈwaɪə.ləs/ = NOUN: ασύρματος; ADJECTIVE: ασύρματος; VERB: τηλεγραφώ διά του ασύρματου, τηλεφωνώ διά του ασύρματου; USER: ασύρματος, ασύρματη, ασύρματο, ασύρματου, ασύρματης

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
workhorse /ˈwɜːk.hɔːs/ = USER: κινητήριος δύναμη, workhorse, εργαλείο δουλειάς

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worlds /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμους, κόσμοι, κόσμων, worlds, κόσμο

GT GD C H L M O
worry /ˈwʌr.i/ = NOUN: ανησυχία, στενοχώρια, μπελάς, σκοτούρα; VERB: ανησυχώ, στενοχωριέμαι, παιδεύω, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ, βασανίζω, σκοτίζω, σκοτίζομαι; USER: ανησυχία, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wrong /rɒŋ/ = NOUN: κακό, άδικο, λανθασμένος, αδίκημα; ADJECTIVE: εσφαλμένος, άδικος; VERB: αδικώ; USER: λανθασμένος, κακό, εσφαλμένος, άδικο, λάθος, λάθος

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

445 words